ΠΡΌΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΎΣΕΙΣ:

Μένης Κουμανταρέας: Τραγικό τέλος

Ήταν 10.30 το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, όταν ο 83χρονος λογοτέχνης αποχαιρέτησε «για λίγο» ένα συνεργάτη του σε καφετέρια στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, μερικά τετράγωνα παρακάτω. Θα επέστρεφε «σε πέντε λεπτά», γιατί είχε ξεχάσει ένα χάπι που έπρεπε να πάρει, και αργότερα, στις 11.15, είχε προγραμματίσει άλλη μια συνάντηση στο ίδιο μέρος. Για τα περισσότερα, άλλωστε, επαγγελματικά ή φιλικά του ραντεβού προτιμούσε την ευρύτερη περιοχή (πλατεία Βικτωρίας, πλατεία Αμερικής, Κυψέλη), που τη γνώριζε «στα τυφλά», αφού εκεί είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. «Μικρός ήμουν σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο και τα καλοκαίρια στην Κηφισιά. Ήμουν ένα πολύ προστατευμένο παιδί. Αυτό λειτούργησε και θετικά και αρνητικά. Δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής, αλλά διάβαζα πάρα πολύ. Βέβαια, από την άλλη, ήταν ένα συντηρητικό κέλυφος που μου στέρησε άλλα πράγματα» είχε πει ο ίδιος για εκείνα τα χρόνια της ζωής του.
Μεγαλώνοντας, τα πρόσωπα του κέντρου της Αθήνας, τα μαγαζιά, η ατμόσφαιρα στα μπαρ και στα καφέ αποτέλεσαν μεγάλη έμπνευση για τα βιβλία του (είχε κυκλοφορήσει συνολικά είκοσι τέσσερα) και γι’ αυτό συνήθιζε να παντρεύει τη μυθοπλασία με γεγονότα. «Άνθρωπος ζωντανός, με μεγάλη θέληση για ζωή. Τον συναντούσες συχνά να περπατά στην Πατησίων…» είπε για αυτόν ο ομότεχνός του Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ενώ ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε: «Δυο τρεις φορές με έπιασε αλά μπρατσέτα και ανεβοκατεβήκαμε τη Φωκίωνος Νέγρη. Μου επισήμαινε αδιόρατες σχεδόν λεπτομέρειες του αστικού χώρου, μου αφηγούνταν –με τον υπαινικτικό του τρόπο– ιστορίες που είχαν τις ρίζες τους στο παρελθόν, εξελίσσονταν όμως ακόμα μπροστά μας. Το βλέμμα του στιγμές στιγμές σταματούσε, καρφωνόταν κάπου και ζωήρευε. “Τι κοιτάς, Μένη;” – “Θα σου πω άλλη φορά…”».
Έτσι κι εκείνο το βράδυ, το βλέμμα του, διασχίζοντας την πλατεία, ήταν ζωηρό. Παρά το κρύο, που θα αποθάρρυνε κάποιον στην ηλικία του, παρά τα διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε (τις επόμενες μέρες σχεδίαζε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο) και παρά την ερημιά στους δρόμους και το φόβο που ενδεχομένως θα ένιωθε κάποιος στη θέση του. Το 2012 «δυο κοντοκουρεμένοι και σωματώδεις άγνωστοι», όπως τους είχε περιγράψει, τον είχαν ξυλοκοπήσει κάτω απ’ το σπίτι του (λίγο καιρό πριν ο συγγραφέας είχε συμμετάσχει σε εκδήλωση για τα δικαιώματα των μεταναστών). Επιπροσθέτως; Το 2011 είχε πέσει θύμα οικονομικού εκβιασμού.
«Κυκλοφορώ όσο μου επιτρέπει η υγεία μου» είχε πει σε μία από τις συνεντεύξεις του, αναφερόμενος στην κατάστασή του. Και είχε προσθέσει: «Οι γιατροί, πάντως, μου απαγορεύουν να φιλιέμαι με τον κόσμο για την προστασία του ανοσοποιητικού μου συστήματος. Πράγμα όμως που δεν είναι κακό, γιατί έχει παραγίνει αυτό το πράγμα με το φιλί! Τις περισσότερες φορές φιλάμε στον αέρα. Το φιλί είναι κάτι πολύ ακριβό για να το σκορπάει κανείς παντού. Ακόμα και για σεξ μιας βραδιάς ποτέ δεν δίνω τα χείλη μου».
Άνθρωπος αντισυμβατικός, πολλές φορές προκαλούσε και ταυτόχρονα κέντριζε το ενδιαφέρον με τις δηλώσεις του, αλλά κυρίως μέσα από τα βιβλία του.
Για ένα από αυτά τα γραπτά του μάλιστα, το Αρμένισμα, διώχτηκε δικαστικά τρεις φορές επί δικτατορίας. Ήταν το χρονικό διάστημα που οι συγγραφείς είχαν αποφασίσει να μη δημοσιεύουν τίποτα, αντιδρώντας στη λογοκρισία που επέβαλε η Χούντα. Είχε πει γι’ αυτό: «Ο Ρένος Αποστολίδης είχε τη φαεινή ιδέα να δημοσιεύσει διάφορα διηγήματα στις εφημερίδες, σπάζοντας τη δική μας σιωπή. Φαίνεται ότι ένα από τα διηγήματα αυτά ενόχλησε πρώτα την ίδια την εφημερίδα που το δημοσίευσε. Μετά μπήκε στη μέση μια χριστιανική οργάνωση, δεν θέλει και πολύ, διάφοροι χουνταίοι και κάθισα στο σκαμνί. Τρεις συνεχείς δίκες. Στην πρώτη καταδικάστηκα, γιατί έγραψα, υποτίθεται, κάτι άσεμνο, που παρέσυρε τη νεολαία σε ακολασία».
Λίγα λεπτά πριν από τις 11.00 το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου, ο βραβευμένος συγγραφέας θα ολοκλήρωνε τη διαδρομή του προς το σπίτι. Εκεί όπου έμενε μόνος από το 2010, όταν πέθανε από καρκίνο η Λιλή, σύζυγός του και αχώριστη σύντροφος ζωής, παρότι δεν απέκτησαν παιδιά. Θα έπαιρνε το χάπι που είχε ξεχάσει και θα επέστρεφε στην πλατεία για τη συνάντηση των 11.15. Αλλά… «Ο χρόνος είναι μια εφεύρεση των ανθρώπων, ένα παιχνιδάκι. Είναι σαν τα λεωφορεία που αργούν να έρθουν και τελικά έρχονται πάντα πιο γρήγορα απ’ ό, τι τα περιμένεις» είχε πει κάποτε. Και να που αυτό το «λεωφορείο» ήρθε ξαφνικά, για να τον οδηγήσει στο τέρμα της ζωής του με τον πιο ειδεχθή τρόπο.
Λίγο αργότερα, μια ένοικος της πολυκατοικίας θα άκουγε φασαρία από το διαμέρισμά του, αλλά δεν θα έδινε σημασία. «Τον άκουγα να φωνάζει, κατάλαβα πως κάτι συμβαίνει, αλλά δεν φαντάστηκα τι ήταν αυτό. Μάλιστα, του χτυπούσα το καλοριφέρ για να κάνει ησυχία, επειδή ήταν μεσάνυχτα. Πού να ήξερα ότι ο άνθρωπος καλούσε σε βοήθεια…» είπε.
Στις 12.40 ο συνεργάτης που τον περίμενε για το ραντεβού στην καφετέρια θα τον αναζητούσε. Ανήσυχος, επειδή δεν απαντούσε στις κλήσεις, θα πήγαινε στο (λεηλατημένο πλέον) σπίτι του, βρίσκοντάς τον νεκρό. Το βραδινό ραντεβού που είχε προγραμματίσει δεν έγινε ποτέ. Και το μόνο που θα μπορούσε να αποκαλύψει το μυστικό για το «γιατί» της αναβολής ήταν το μαξιλάρι που χρησιμοποίησε ο αδίστακτος δολοφόνος, λίγο πριν στραγγαλίσει άγρια το συγγραφέα…
Η έρευνα
Από τη μελέτη των βιντεοσκοπημένων κινήσεων του συγγραφέα (από κάμερες που υπήρχαν στα γειτονικά καταστήματα) προκύπτει ότι η πρώτη επίθεση εναντίον του έγινε από δύο άτομα που παραμόνευαν τη στιγμή που εκείνος έμπαινε στο ασανσέρ (στο ίδιο σημείο βρέθηκαν τα γυαλιά του 83χρονου). Στη συνέχεια, τον υποχρέωσαν να τους οδηγήσει στο διαμέρισμά του, απ’ όπου αφαίρεσαν τιμαλφή.
Στο Θησαυρό του Χρόνου…
Το τελευταίο του μυθιστόρημα ήταν αφιερωμένο στη σύζυγό του, Λιλή (το ίδιο όνομα έχει και η ηρωίδα του βιβλίου). Το ξεκίνησε με το θάνατό της, το 2010, και το ολοκλήρωσε λίγο πριν την κυκλοφορία του από τις εκδόσεις Πατάκη, τον περασμένο Οκτώβριο. Η αρχή της κοινής ζωής του ζευγαριού στο βιβλίο οριοθέτησε για τον άντρα την αρχή μιας διπλής ζωής: Αγάπη για τη σύντροφό του, αλλά και αναζήτηση της ηδονής με ομόφυλούς του σε λαϊκά ξενοδοχεία.
«Απόψε αφήνω πάλι τη Λιλή μόνη, αφού πρώτα βεβαιωθώ ότι κοιμάται, και αρχίζω τα σουλάτσα. Παλιά στέκια, δρόμοι λησμονημένοι με ονόματα λησμονημένα, ευεργετών, ηρώων, φιλελλήνων, γνωστών που σήμερα είναι άγνωστοι, δρόμοι που οδηγούν σε ερειπωμένα σπίτια, χαμοκέλες, μπαρ που μοιάζουν με φαρμακεία που διανυκτερεύουν, διαμερίσματα-κλουβιά που βλέπουν σε φωταγωγούς. Φωταγωγός είναι σήμερα πια η πόλη. Κι ας απέκτησε λουσάτα μαγαζιά και εμπορικά κέντρα, διαφημίσεις που αναβοσβήνουν, καταστήματα υγιεινής διατροφής, κέντρα που ξενυχτούν. Εμένα μου φαίνεται πιο σκοτεινή και ασφυκτική παρά ποτέ…».
Συγγραφή και διακρίσεις
Πριν ασχοληθεί εξολοκλήρου με την πεζογραφία, δούλευε ως υπάλληλος ναυτιλιακών και ασφαλιστικών εταιρειών. Το 1967 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (για το Αρμένισμα) και το 1976 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (για τη Βιοτεχνία Υαλικών). Το ίδιο βραβείο τού απονεμήθηκε και το 2002 για το διήγημα Δύο Φορές Έλληνας. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
loading...
Share on Google Plus

Tromero.eu

Αν βρήκατε το άρθρο ενδιαφέρον κάντε ένα SHARE να το δούνε και οι φίλοι σας! Σας ευχαριστούμε.
    Σχολιαστε στο Blogger
    Σχολιαστε στο Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κάντε το σχόλιο σας,η άποψή σας είναι πολύ πολύτιμη για εμάς. Σας ευχαριστούμε.